- σχήματ'
- σχή̱ματα , σχῆμαformneut nom/voc/acc plσχή̱ματι , σχῆμαformneut dat sgσχή̱ματε , σχῆμαformneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοσχημάτως — ἰσοσχημάτως (Α) επίρρ. με το ίδιο σχήμα, με την ίδια μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σχῆμα, θ. σχηματ. + επιρρ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ντρίλλι — το βλ. δρίλλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. drill, υποχωρητ. σχηματ. τού drilling < γερμ. Drillich «βαμβακερό ύφασμα με τριπλή ύφανση» (κατ επίδραση τού αρχ. άνω γερμ. drῑ «τρία») < λατ. trilix < tri «τρία» + lix (< licium «κλωστή»)] … Dictionary of Greek
ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek
οφειλή — η (ΑΜ ὀφειλή) 1. ό,τι οφείλει κάποιος, χρέος 2. καθήκον, υποχρέωση («ἀπόδοτε οὖν πᾱσι τὰς ὀφειλάς», ΚΔ) νεοελλ. (νομ.) η υποχρέωση για παροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ρ. ὀφείλω] … Dictionary of Greek
οψαρτύω — ὀψαρτύω (Α, Μ ὀψοαρτύω) παρασκευάζω ή καρυκεύω εδέσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ουσ. ὀψαρτυτής] … Dictionary of Greek
πάροιστρος — ον, Α ο ελαφρά παράφορος, σφοδρός (α. «πάροιστρος ἐπιθυμία», Σιμπλίκ. β. «πάροιστρος φαντασία», Σιμπλίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. παροιστρῶ] … Dictionary of Greek
πήδος — (I) ο, Ν μεγάλο πήδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. πηδώ]. (II) ὁ, Α βλ. πηδός … Dictionary of Greek
πήθω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πάσχω». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από τον αόρ. έπαθον τού πάσχω κατά το σχήμα ῥήγνυμι ἐρράγην, πήγνυμι ἐπάγην] … Dictionary of Greek
πίπα — I (pipa). Γένος βατράχων της Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των Πιπιδών. Το είδοςβάτραχος του Σουρινάμφτάνει σε μήκος τα 20 εκ. Το σώμα του είναι κοντό, πλατύ, με μικρό πλατύ τριγωνικό κεφάλι. Στην εποχή της αναπαραγωγής, το δέρμα… … Dictionary of Greek
πηλάλα — και πιλάλα, η, Ν 1. το γρήγορο τρέξιμο 2. (ως επίρρ.) γρήγορα, πηλαλώντας («έφυγε πηλάλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. πηλαλώ] … Dictionary of Greek